- ὁμοιοτυπής
- ὁμοιο-τῠπής, ές, ([etym.] τύπος)A of similar form,
λαϊνέους μορφὰς -εῖς τῆς Λητοῦς TAM2.174B12
([place name] Sidyma).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαϊνέους μορφὰς -εῖς τῆς Λητοῦς TAM2.174B12
([place name] Sidyma).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοιοτυπής — ὁμοιοτυπής, ές (Α) όμοιος ως προς τη μορφή με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι τυπής] … Dictionary of Greek
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek
στανταρτισμός — ο οργάνωση ή τεχνική ομοιότυπης παραγωγής, τυποποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)